-
1 κομπέω
2 c. acc., κ. χύτραν ring a pot to see if it be sound, D.L.6.30 (restored from Eust.896.61 for σκοποῦμεν), cf. 2.78.II metaph., boast, brag, τί κομπέω παρὰ καιρόν; Pi.P.10.4;κ. ἄλλως Hdt.5.41
;ὡς σὺ κομπεῖς E.Or. 571
: c. acc. cogn., κ. μῦθον speak a boastful speech, S.Aj. 770; ὑψήλ' ἐκόμπεις ib. 1230.2 c. acc., boast of,κ. γάμους A.Pr. 947
:—[voice] Pass., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται are boasted of, Th.6.17, cf. Phld.Rh.2.33 S.3 c. acc. et inf., boast that.., E.El. 815; κ. ὅπως .. boast how.., S.OC 1149.—Like κομπάζω, rare in Prose.
См. также в других словарях:
κομπώ — (I) κομπῶ, έω (Α) [κόμπος (Ι)] 1. κροτώ, αντηχώ («ὧς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ, επικρούω πήλινο αγγείο για να ελέγξω τη στερεότητά του 3. κομπάζω. (II) κομπῶ, όω (Α) [κόμπος (Ι)] κομπάζω,… … Dictionary of Greek